Μουσαίου

Μουσαίου
Μουσαῖος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Мусей — (Μουσαίος): 1) мифический поэт догомеровского периода, напоминающий Орфея, Евмолпа и др. Деятельность М. всего теснее была связана с Аттикой и культом Деметры; наибольшую известность в читающих кругах древних греков он приобрел во время тирании… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ОНОМАКРИТ —    • Onomacrĭtus,          Όνομάκριτος, афинянин времен Писистрата и его сыновей. Он помогал Писистрату при редактировании произведений Гомера и, говорят, позволял себе при этом делать некоторые поправки. По Геродоту (7, 6), он был χρησμολόγος и… …   Реальный словарь классических древностей

  • МУСЕЙ —    • Musaeus,          Μουσαι̃ος,        1. мифический певец (ε̉ποποιός), предсказатель и жрец в Аттике, который, говорят, в догомеровское время ввел и распространил в Аттике жреческую поэзию. Его называют то учеником Орфея, то его сыном, то… …   Реальный словарь классических древностей

  • ARISTONICUS — I. ARISTONICUS Citharoedus Olynthius, in arte sua celebris. Vide Polyaen. l. 5. II. ARISTONICUS Eumenis Regis fil. Asiam invasit, et Pergamense Regnum a Romanis Attalo donatum, vi retinere conatus, Cons. Licinium Crassum, vicit, sed annô post a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… …   Dictionary of Greek

  • ευμολπία — εὐμολπία, ἡ (Α) [εύμολπος] 1. (κατά τον Ησύχ.) γλυκό τραγούδι, μελωδική φωνή 2. τίτλος ποιήματος τού Μουσαίου …   Dictionary of Greek

  • περίλυσις — ύσεως, η, ΜΑ [περιλύω] κατάργηση, διάλυση (α. «ἀπονηστίζεσθαι τῇ τοῡ Πάσχα περιλύσει» β. «περίλυσις γάμου») αρχ. (ως κύριο όν. στον πληθ.) Περιλύσεις τίτλος έργου τού Μουσαίου …   Dictionary of Greek

  • όμαδος — ὅμαδος, ὁ (Α) 1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία 2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από… …   Dictionary of Greek

  • Άβυδος — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας Αιγύπτου, 130 χλμ. Ν του Ασιούτ, στην αριστερή όχθη του Νείλου. Ταφικό κέντρο συνδεδεμένο με τη λατρεία του Όσιρη, θεού του ήλιου και των νεκρών, ήταν ένας από τους πιο προνομιούχους τόπους ταφής,… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”